- δανειζομένου
- δανείζωput out money at usurypres part mp masc/neut gen sgδανεϊζομένου , δανείζωput out money at usurypres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροτικά χρέη — Ονομάζονται τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα χρέη που συνάπτουν οι αγρότες για την αντιμετώπιση ατομικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών αναγκών. Τα α.χ., εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής, διαφέρουν… … Dictionary of Greek